γρινιάζω

γρινιάζω
βλ. γκρινιάζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γρίνια — γρινιάζω κ.λπ. βλ. γκρίνια, γκρινιάζω κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αγρίνιαστος — η, ο [γρινιάζω] βλ. αγκρίνιαστος …   Dictionary of Greek

  • γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”